Πόλεμος στη Σανσκριτική Λεμουρία για τους Βόες


 

ΤΑΥΡΟΙ ΠΙΝΑΚΑΣ

Για ένα κοπάδι βόδια  άρχιζε ο πόλεμος στην παλαιά Λεμουρία

Τι σημαίνει πόλεμος στα Σανσκριτικά

Στην ταινία εξωγήινοι έρχονται στη γη και ένας ταγματάρχης (Forest Whitaker) ψάχνει γλωσσολόγο για να αποκωδικοποιήσει τη γλώσσα των εξωγήινων. Η πρώτη του επιλογή είναι η πρωταγωνίστρια της ταινίας (Amy Adams) που είναι καθηγήτρια γλωσσολογίας. Όταν του λέει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε αν δεν έρθει σε άμεση επαφή με τους εξωγήινους, ο Whitaker της λέει πως θα πάει σε άλλον γλωσσολόγο. Τότε η Adams τον ρωτάει «θα πας στον συνάδελφό μου στο Berkeley;» Όταν ο Whitaker απαντάει καταφατικά, η Adams του λέει «πες του να σου πει τη σακριτική λέξη για τον «πόλεμο» και την ετυμολογία της». Η Adams υποτίθεται πως βάζει στον Whitaker αυτό το τεστ για να του αποδείξει ότι ο καθηγητής στο Berkeley δεν ήταν τόσο καλός όσο αυτή.

Στην επόμενη σκηνή ο Whitaker έρχεται με ελικόπτερο νύχτα στο σπίτι της Adams για να την πάρει και η δεύτερη τον ρωτά τι του απάντησε ο καθηγητής του Berkley. Ο Whitaker τις απαντά ότι του είπε ότι η σανσκριτική λέξη για τον «πόλεμο» είναι gáviṣṭi και σημαίνει «διαφωνία». Η Adams δίνει την ετυμολογία «επιθυμία για περισσότερες αγελάδες» (“a desire for more cows“) και πρoσλαμβάνεται.

Εδώ συζητάνε την ίδια σκηνή στα αγγλικά.

Όντως ο σανσκριτικός όρος gáviṣṭi = «μάχη, πόλεμος» (παλαιότερο gaviṣṭiḥ) ετυμολογικά σημαίνει «επιθυμία/αναζήτηση αγελάδων» και ανάγεται στο ΙΕ σύνθετο *gwow-h2is-tis. Η λέξη κατέληξε να σημαίνει «πόλεμος» προφανώς γιατί κάθε φορά που οι πρόγονοι των Ινδοαρίων έβγαιναν να κλέψουν αγελάδες, ξεσπούσε πόλεμος με τους ιδιοκτήτες των κοπαδιών. Μπορούμε να το μεταφράσουμε μονολεκτικά στα ελληνικά ως «βουζήτησις» (δίζημαι/ζητέω > ζήτησις).

Το σανσκριτικό σύνθετο gáviṣṭi είναι ρηματικό ουσιαστικό σε *-tis (λ.χ. τα αντίστοιχα ελληνικά ρηματικά επίθετα σε *-tis > -σις, όπως *sth2-tis > στάσις και *dh3-tis > δόσις) και εύκολα κάποιος καταλαβαίνει ότι το πρώτο μόρφημα gav- προέρχεται από το θέμα *gwow- του ΙΕ όρου *gwōws = «βοῦς», λ.χ. ελληνικό βοῦς, σανσκριτικό gο (< *gaw, με aw>o), αγγλικό cow, παλαιοσλαβονικό govędo = «βιός σε βόδια»). Ο κλέφτης αγελαδιών στην Ελληνική ήταν βοόκλεψ (επίθετο του Ερμή που μόλις γεννήθηκε έκλεψε τα αγελάδια που φυλούσε ο Απόλλων) και η πράξη ονομαζόταν βοηλασία. Στην Ιλιάδα ο Νέστωρ θυμάται μια βοηλασία που έκανε στα νιάτα του, εξαιτίας της οποίας ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των Πυλίων (οι βοόκλεπες) και των Επειών (οι ιδιοκτήτες).

Πηγή:

smerdaleos

Θα σκέφτηκαν ίσως πως αν οι αγελάδες ανακηρύσσονταν ιερές, θα έπαυαν οι πόλεμοι· και το έκαναν. ( Σχόλιο)

Πολιτεύματα Γαίας


ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΑ

Τι είναι πολίτευμα

Πόσα πολιτεύματα υπάρχουν σήμερα στον κόσμο

Τα διάφορα πολιτικά συστήματα σε όλο τον κόσμο με χρώματα.

  1. Με το Μπλε χρώμα είναι η καθαρά Προεδρικές Δημοκρατίες, όπου υπάρχει μόνο Πρόεδρος ο οποίος εκλέγεται άμεσα από το λαό και ηγείται της κυβέρνησης, ενώ το Κοινοβούλιο εκλέγεται ανεξάρτητα (π.χ. Κύπρος, ΗΠΑ κ.λ.π.).
  2. Με το κίτρινο χρώμα είναι οι Ημιπροεδρικές Δημοκρατίες, όπου συνήθως κυριαρχεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο οποίος και εκλέγεται απευθείας από το λαό. Εδώ υπάρχει μεν πρωθυπουργός, αλλά ουσιαστικός κυβερνήτης είναι ο Πρόεδρος (π.χ. Γαλλία, Ρωσία κ.λ.π.).
  3. Με το πορτοκαλί χρώμα είναι οι Προεδρευόμενες Κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες, όπως είναι η δική μας.
  4. Υπάρχουν και κάποιες Βασιλευόμενες Κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες, όπως π.χ. η Αγγλία, η Ισπανία κ.λ.π. και κάποιες Μοναρχίες (απόλυτες και μη).

ΠΗΓΗ 

Η λέξη Πολίτευμα προέρχεται από την λέξη Πόλη, όπως και Πολίτης. Είναι ο τρόπος κυβέρνησης των πολιτών  μιας  χώρας  και εγγράφονται στο Σύνταγμα που καθορίζει και την μορφή του πολιτεύματος.

Να σημειωθεί πως όλα τα κράτη έχουν  δημοκρατία ( ισχυρίζονται τουλάχιστον) εκτός από το Βατικανό, το Μπρουνέι και την Σαουδική Αραβία που έχουν ως πολίτευμα την απόλυτη μοναρχία. Λαϊκές δημοκρατίες ονομάζονται η Βόρεια Κορέα, η Κούβα, η Κίνα, το Βιετνάμ, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό καθώς και το Νεπάλ μετά τη συνταγματική μεταρρύθμιση που έλαβε χώρα το 2008 με καθεστώς  κομμουνιστικά  ολοκληρωτικό.

 

Περικεφαλαία Ελλήνων Πολεμιστών


Παντού είναι Ελλάδα και το Πνεύμα της
Είναι η πρώτη και μοναδική περικεφαλαία που έχει ανακαλυφθεί βορειότερα της Μαύρης Θάλασσας. Είναι εμφανώς διαβρωμένη καθώς έχει μείνει θαμμένη για πάνω από 2.500 χρόνια, ωστόσο η ανακάλυψή της είναι άκρως εντυπωσιακή.
Στη Ρωσία ανακαλύφθηκε η πρώτη αρχαία Κορινθιακή περικεφαλαία
Σε έναν τάφο που χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ. στην χερσόνησο του Ταμάν, στη νοτιοδυτική Ρωσία.
Οι αρχαιολόγοι βρίσκονται στην περιοχή εδώ και μια διετία, κάνοντας ανασκαφές στη νεκρόπολη 600 τάφων οπού βρίσκονται πολλοί Έλληνες πολεμιστές του Βασιλείου του Βοσπόρου [5ος αι π.Χ – 4ος αι μ.Χ, ελληνιστικό βασίλειο στις χερσονήσους της Κριμαίας και του Ταμάν].

Από τη Ρωσία με αγάπη….

ΠΗΓΗ

Ο ρόλος ενός συγγραφέα


Η ομιλία του Καμύ όταν παρέλαβε το βραβείο Νόμπελ

Το 1957 ο Καμύ τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Αυτή είναι η ομιλία του στην τελετή παραλαβής του βραβείου:

Ενώ δεχόμουν τη διάκριση με την οποία η ελεύθερη ακαδημία σας θέλησε να με τιμήσει, η ευγνωμοσύνη μου γινόταν τόσο πιο βαθιά όσο αναμετρούσα ως ποιο σημείο η ανταμοιβή αυτή ξεπερνούσε την προσωπική μου αξία. Κάθε άνθρωπος και, κατά μείζονα λόγο, κάθε καλλιτέχνης θέλει ν’ αναγνωριστεί. Το θέλω κι εγώ. Αλλά μου ήταν αδύνατον να δεχτώ την απόφασή σας χωρίς να συγκρίνω την απήχησή της σε σχέση μ’ αυτό που πραγματικά είμαι. Πώς ένας άνθρωπος σχεδόν νέος, με μοναδικό πλούτο τις αμφιβολίες του κι ένα έργο που ακόμη πλάθεται, συνηθισμένος να ζει μέσα στη μοναξιά της εργασίας ή το καταφύγιο της φιλίας, θα μπορούσε να μην πανικοβληθεί από μια απόφαση που τον έφερνε ξαφνικά, αυτόν το μοναχικό και κλεισμένο στον εαυτό του άνθρωπο, στο φως των προβολέων; Με ποια καρδιά επίσης μπορούσε να δεχτεί αυτήν την τιμή, την ίδια ώρα που στην Ευρώπη άλλοι συγγραφείς, απ’ τους καλύτερους, είναι καταδικασμένοι στη σιωπή, κι ακόμη, την ίδια εποχή που η γενέθλια γη του γνωρίζει ατέλειωτη δυστυχία; Γνώρισα αυτήν τη σύγχυση κι αυτήν την εσωτερική ταραχή. Για να ξαναβρώ την ειρήνη έπρεπε να σταθώ στο ύψος της γενναιόδωρης μοίρας μου. Κι επειδή δεν μπορούσα να τη φτάσω με το να στηρίζομαι στην προσωπική μου αξία, δεν ανακάλυψα τίποτε άλλο για να με βοηθήσει παρά αυτό που με είχε στηρίξει στις πιο αντίξοες συνθήκες, σε όλο το μάκρος της ζωής μου: την ιδέα που έχω για την τέχνη μου και για το ρόλο του συγγραφέα. Επιτρέψτε μου μονάχα να σας πω, με αίσθημα τιμής και φιλίας, όσο πιο απλά μπορώ, ποια είναι αυτή η ιδέα. Κληρονόμος μιας διεφθαρμένης ιστορίας, όπου συνυπάρχουν ανάμεικτα ξεπεσμένες επαναστάσεις, παράφρονες τεχνολογίες, πεθαμένοι θεοί και αποδυναμωμένες ιδεολογίες, όπου ακόμη και μέτριες δυνάμεις μπορούν να καταστρέψουν τα πάντα, αλλά δεν μπορούν πια να πείσουν, όπου η νοημοσύνη ταπεινώθηκε ως το σημείο να γίνει υπηρέτρια του μίσους και της καταπίεσης, η γενιά αυτή όφειλε, τόσο στον εαυτό της όσο και στους άλλους, ν’ αποκαταστήσει με τις αρνήσεις της κάτι απ’ αυτό που δίνει αξιοπρέπεια στη ζωή και στο θάνατο.

Προσωπικά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την τέχνη μου, αλλά δεν τοποθέτησα ποτέ την τέχνη αυτήν πάνω απ’ όλα. Αν, αντίθετα, μου είναι απαραίτητη, αυτό συμβαίνει γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ανθρώπους, και μου επιτρέπει να ζω, έτσι όπως είμαι, στο ίδιο επίπεδο με όλους τους άλλους. Η τέχνη δεν είναι στα μάτια μου μοναχική απόλαυση, είναι μέσο να συγκινεί κανείς το μεγαλύτερο

δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους προνομιούχα εικόνα των κοινών πόνων και ευχαριστήσεων – δεν επιτρέπει στον καλλιτέχνη ν’ απομονωθεί, τον υποτάσσει στην πιο ταπεινή και την πιο παγκόσμια αλήθεια. Και συχνά αυτός που διάλεξε τη μοίρα του καλλιτέχνη, γιατί αισθανόταν διαφορετικός, μαθαίνει πολύ γρήγορα πως δεν θα θρέψει την τέχνη του όντας διαφορετικός, αλλά ομολογώντας την ομοιότητά του με τους άλλους. Ο καλλιτέχνης σφυρηλατείται μέσα σ’ αυτό το συνεχές πηγαινέλα από τον εαυτό του στους άλλους, ανάμεσα στην ομορφιά, που δεν μπορεί να την αρνηθεί, και την κοινότητα, απ’ όπου δεν μπορεί να ξεριζωθεί. Γι’ αυτόν το λόγο οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτε• υποχρεώνονται να κατανοήσουν αντί να κρίνουν. Και αν πρέπει να πάρουν μια θέση σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν μπορεί να είναι παρά η θέση σε μια κοινωνία όπου, σύμφωνα με το μεγάλο λόγο του Νίτσε, δεν θα βασιλεύει πια ο κριτής αλλά ο δημιουργός, είτε είναι διανοούμενος είτε εργάτης. Μ’ αυτήν την έννοια ο ρόλος του συγγραφέα δεν είναι άμοιρος υποχρεώσεων – από τη φύση του δεν μπορεί να μπει σήμερα στην υπηρεσία αυτών που δημιουργούν την ιστορία: είναι στην υπηρεσία αυτών που την υπομένουν• διαφορετικά μένει μόνος του και η τέχνη του δεν έχει καμιά σημασία. Όλα τα στρατεύματα της τυραννίας με τα εκατομμύρια των ανθρώπων τους δεν θα τον απαλλάξουν από τη μοναξιά, ακόμη κι αν στέρξει ν’ ακολουθήσει το βηματισμό τους. Αλλά η σιωπή ενός φυλακισμένου, άγνωστου, εγκαταλειμμένου στους εξευτελισμούς, στην άλλη άκρη του κόσμου, αρκεί για να βγάλει ένα συγγραφέα απ’ την απομόνωση, υπό τον όρο τουλάχιστον, κάθε φορά που ο ίδιος απολαμβάνει το προνόμιο της ελευθερίας, να μη λησμονεί αυτήν τη σιωπή, να την κάνει ν’ αντιλαλεί με τα μέσα της τέχνης. Κανείς από μας δεν είναι αρκετά μεγάλος για ανάλογη αποστολή. Αλλά μέσα σ’ όλες τις συνθήκες της ζωής, αφανής ή προσωρινά διάσημος, ριγμένος στα σίδερα της τυραννίας ή ελεύθερος για ένα διάστημα να εκφραστεί, ο συγγραφέας μπορεί να ξαναβρεί το αίσθημα μιας ζωντανής κοινότητας που θα τον δικαιώσει, με το μοναδικό όρο πως αποδέχεται, όσο μπορεί, τα δυο βάρη που αποτελούν το μεγαλείο του επαγγέλματός του: την υπηρεσία της αλήθειας και την υπηρεσία της ελευθερίας. Αφού το καθήκον του είναι να συνενώσει το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, δεν μπορεί να ευχαριστιέται με το ψέμα και με τη δουλεία, τα οποία, όπου βασιλεύουν, ευνοούν τη μοναξιά. Οποιεσδήποτε κι αν είναι οι προσωπικές μας δοκιμασίες, η ευγένεια του επαγγέλματός μας θα έχει πάντα τις ρίζες της στις δυο δυσβάσταχτες υποχρεώσεις: την άρνηση να πει ψέματα για κάτι που γνωρίζει και την αντίσταση στην καταπίεση. Χαμένος μέσα σε μια ιστορία που κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια, χωρίς βοήθεια, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, μέσα στις πολιτικές ταραχές της εποχής, με στήριξε η κρυφή αίσθηση πως το να γράφει κανείς ήταν τιμή, τόσο περισσότερο μάλιστα που η πράξη αυτή δημιουργούσε υποχρεώσεις κι όχι μόνο την υποχρέωση να γράψεις. Με υποχρέωνε ιδιαίτερα να υπομένω, όποιος κι αν ήμουν και όποιες κι αν ήταν οι δυνάμεις μου, μαζί μ’ όλους αυτούς που ζούσαν την ίδια ιστορία, τη δυστυχία και την ελπίδα που μοιραζόμασταν. Αυτοί οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στην αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που ήταν είκοσι χρόνων τη στιγμή που αναρρήθηκε ο Χίτλερ στην εξουσία και έγιναν οι πρώτες δίκες των επαναστατών, που συμμετείχαν μετά, για να «τελειοποιηθεί» η «εκπαίδευσή» τους, στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που βρέθηκαν στην οικουμένη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, στην Ευρώπη των βασανιστηρίων και των φυλακών, οφείλουν σήμερα ν’ αναθρέψουν τα παιδιά τους και να δημιουργήσουν το έργο τους σ’ έναν κόσμο που απειλείται με πυρηνική καταστροφή. Κανείς, νομίζω, δεν μπορεί να τους ζητήσει να είναι αισιόδοξοι. Και είμαι της γνώμης πως οφείλουμε να κατανοήσουμε, χωρίς να σταματήσουμε ν’ αγωνιζόμαστε εναντίον της, την πλάνη αυτών που σε μια κρίση απελπισίας έχασαν την εντιμότητά τους και ξέπεσαν στο μηδενισμό της εποχής. Αλλά οι περισσότεροι από μας, στη χώρα μου και στην Ευρώπη, αρνήθηκαν αυτόν το μηδενισμό και αναζήτησαν δημιουργική νομιμότητα. Χρειάστηκε να σφυρηλατήσουν μια τέχνη για να επιζήσουν απ’ την καταστροφή, να γεννηθούν για δεύτερη φορά και ν’ αγωνιστούν μετά, χωρίς καμιά προφύλαξη, ενάντια στο ένστικτο του θανάτου, που είναι πανίσχυρο στην ιστορία μας.

Συνέχεια